- χνοωδώς
- Αεπίρρ. βλ. χνοώδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χνοωδῶς — χνοώδης like fine powder adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χνοώδης — ες / χνοώδης, ῶδες, ΝΜΑ [χνόος / χνοῡς] 1. αυτός που μοιάζει με χνούδι 2. αυτός που καλύπτεται από χνούδι, χνουδωτός. επίρρ... χνοωδῶς Α με χνοώδη μορφή … Dictionary of Greek